ἅτις

ἅτις
ἅ̱τις , ὅστις
that
fem nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λιμνάτις — Προσωνυμία της Άρτεμης. Αρχικά η Λ. ήταν τοπική θεότητα και λατρευόταν κοντά σε λίμνες και έλη. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι σε πολλές γραπτές παραδόσεις των αρχαίων συγγραφέων, καθώς και σε αρκετές επιγραφές, αναφέρεται η ονομασία Λ. χωρίς το… …   Dictionary of Greek

  • πλαταιάτις — ιδος, ἡ, Α η γη, η χώρα τών Πλαταιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πλαταιαί + επίθημα ᾶτις (πρβλ. Καρυ άτις, Πυλ άτις)] …   Dictionary of Greek

  • Καρυάτιδα — η (AM Καρυᾱτις, ιδος) αρχιτ. κίονας που έχει γυναικεία μορφή και υποβαστάζει τον θριγκό ενός οικοδομήματος (α. «οι Καρυάτιδες τού Ερεχθείου» β. «δειπνεῑν δεῑ ὑποστήσαντα τὴν ἀριστερὰν χεῑρα ὥσπερ αἱ Καρυάτιδες», Αθήν.) αρχ. 1. ιέρεια τὴς… …   Dictionary of Greek

  • αγυιάτης — Προσωνύμιο του θεού Απόλλωνα. Τον αποκαλούσαν έτσι ως προστάτη των δρόμων (αγυιών). Με το ίδιο όνομα αναφέρεται και θρησκευτική τελετή λατρείας του ίδιου θεού. * * * ἀγυιάτης, ο (θηλ. άτις) (Α) [ἀγυιά] 1. αυτός που αναφέρεται στην αγυιά, τον… …   Dictionary of Greek

  • βοηλάτης — βοηλάτης, ο (θηλ. άτις, η) (Α) 1. αυτός που αρπάζει βόδια, ζωοκλέφτης 2. ο βουκόλος 3. (για τον οίστρο) εκείνος που αναγκάζει βασανιστικά τα βόδια να τρέχουν 4. (για τη βουκέντρα) αυτός που κεντρίζει τα βόδια να προχωρούν 5. φρ. «βοηλάτης… …   Dictionary of Greek

  • λιμνήτης — λιμνήτης, ὁ, θηλ. ῆτις, δωρ. τ. ᾱτις, ιδος, ἡ (Α) 1. αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... βδέλλα», Θεόκρ.) 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμνῆτις ή Λιμνᾱτις προσωνυμία τής Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + κατάλ. ήτης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”